χρυσοτόκος

χρυσοτόκος
ος , ον несущий золотые яйца;

όρνις χρυσοτόκος — курица, несущая золотые яйца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χρυσοτόκος" в других словарях:

  • χρυσοτόκος — laying golden eggs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοτόκος — ο / χρυσοτόκος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννάει χρυσά αβγά («χρυσοτόκος ὄρνις», Αίσωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταχυ τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοτόκος — ἐρωτοτόκος, ον (AM) αυτός που γεννά τον έρωτα («ἐρωτοτόκον πρόσωπον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος, ιπποτόκος, χρυσοτόκος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»